ανατρίχιασμα
Смотреть что такое "ανατρίχιασμα" в других словарях:
ανατρίχιασμα — το η πράξη και το αποτέλεσμα του ανατριχιάζω … Dictionary of Greek
ανατριχιάζω — 1. αισθάνομαι τις τρίχες μου να σηκώνονται από το κρύο, τον φόβο ή την οργή 2. σιχαίνομαι, αηδιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. του ανατριχιώ < ανατριχώ < ανα * + τρίχα. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Άστυ. ΠΑΡ. ανατρίχιασμα,… … Dictionary of Greek
αύρα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων και ζώων. 1. Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του Τιτάνα Λήλαντα και της Περίβοιας. Αγαπημένη της ασχολία ήταν το κυνήγι και εξορμούσε, γρήγορη σαν τον άνεμο, μαζί με τις άλλες συνοδούς της Αρτέμιδας. Ο σφοδρός… … Dictionary of Greek
ορθοτριχία — ὀρθοτριχία, ἡ (Α) [ορθοτριχώ] ανατρίχιασμα, ανατριχίλα … Dictionary of Greek
ορθόθριξ — ὀρθόθριξ, τριχος, ό, ἡ (Α) αυτός που έχει όρθιες, ανορθωμένες τις τρίχες του ή αυτός που ανορθώνει τις τρίχες άλλου, αυτός που προκαλεί ανατρίχιασμα (α. «ὀρθόθριξ φόβος», Αισχύλ. β. «ὀρθότριχες φόβαι», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + θρίξ,… … Dictionary of Greek
πυλεών — ῶνος, ὁ, Α (λακων. τ.) κόσμημα τής κεφαλής ή στέφανος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λακωνική λ. με επίθημα εών (πρβλ. χαλκ εών), σχηματισμένη πιθ. από αμάρτυρο τ. *πύλος και συνδέεται με τα: αρχ. ινδ. pula kāh «ανατρίχιασμα» και pulasti(n) «με ίσια… … Dictionary of Greek
ρίγος — το / ῥῑγος, ΝΜΑ ιατρ. παροδικός τρόμος, τρεμούλα, που οφείλεται σε αίσθημα ψύχους και εμφανίζεται όταν ο οργανισμός υποβάλλεται σε απότομη πτώση τής θερμοκρασίας τού περιβάλλοντος, οπότε είναι περιφερειακής προελεύσεως, καθώς και κατά την εισβολή … Dictionary of Greek
υπόφρικος — ον, Α αυτός που κατέχεται από ελαφρό ρίγος («ὑπόφρικον καὶ τὸ τοῡ βασιλέως σῶμα ἐγεννήθη», Π Δ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + φρικος (< φρίξ, φρικός «ανατρίχιασμα, ρίγος»)] … Dictionary of Greek
φρίκη — η, ΝΜΑ δέος, φόβος, τρόμος που νιώθει κανείς όταν βλέπει ή ακούει κάτι το τρομακτικό, το αποτρόπαιο (α. «ένιωσε φρίκη μπροστά στο φοβερό εκείνο θέαμα» β. «τῆς σφαγῆς φρίκην ἐμποιούσης τοῑς φίλοις», Διόδ.) νεοελλ. 1. συνεκδ. φρικαλέο πράγμα,… … Dictionary of Greek
φρίξ — ικός, ἡ, Α 1. ελαφρός κυματισμός υδάτινης επιφάνειας, φρικίαση («Ζεφύροιο ἐχεύατο πόντον ἔπι φρίξ», Ομ. Ιλ.) 2. ανατρίχιασμα 3. παροξυσμός ρίγους («πυρετὸς ἴσχει ξηρὸς καὶ φρὶξ ἄλλοτε», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία, κατά μία… … Dictionary of Greek
φρίξος — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας: γιος του Βοιωτού βασιλιά Αθάμαντα, έφυγε με την αδελφή του Έλλη, για vα αποφύγει την έχθρα της μητριάς του, χάρη στη θαυμαστή επέμβαση ενός χρυσόμαλλου κριού που έστειλε η μητέρα τους Νεφέλη. Ο κριός πήρε… … Dictionary of Greek